Προσωπικό μήνυμα του διαχειριστή

Το ΣΤΑΥΡΟ-ΛΕΞΟ είναι προσωπική δουλειά ετών ολόκληρων (ξεκινήσαμε τον Οκτώβριο του 2010!) και σαν παιδί μου θα συνεχίσει να υπάρχει και να προσφέρει γνώσεις, παιδεία και απόψεις για όλα τα θέματα που ενδιαφέρουν πρωτίστως εμένα τον ίδιο. Ο τίτλος άλλωστε μιλάει για Σταύρου Λέξις, επομένως η υπογραφή μου βρίσκεται παντού σε αυτό το blog.
Μέσα στα χρόνια που πέρασαν ο χρόνος μειώθηκε και τα ενδιαφέροντά μου αυξήθηκαν. Απέκτησα μια υπέροχη οικογένεια και η συγγραφή μπήκε στη ζωή μου. Τα πρώτα μου έργα είναι ήδη εκεί έξω. Εδώ θα βρείτε και τη σελίδα των εκδόσεών μας, καθώς και την προσωπική μου σελίδα ως συγγραφέας. Σας περιμένω να συναντήθουμε σε όποιο από τα ταξίδια αυτά προτιμάτε.
Με παρηγορεί πως η επιλογή μου για διαχρονικά άρθρα από το διαδίκτυο ήταν σωστή, καθώς τόσα χρόνια μετά το ενδιαφέρον μένει αμείωτο από εσάς για τα θέματα που έχουν αναρτηθεί.
Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον, ενισχύει το ενδιαφέρον μου για να συνεχίσω να κάνω όλα όσα αγαπάω.

Σταύρος

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Κινηματογράφος: "Παρουσίαση της ταινίας Shutter Island"

Σκηνοθεσία:  Martin Scorsese
Σενάριο: Laeta Kalogridis, (βασισμένο στο μυθιστόρημα του Dennis Lehane)
Είδος: Drama / Mystery / Thriller
Χώρα Παραγωγής: Η.Π.Α.
Έτος Παραγωγής: 2010
Διάρκεια: 138΄
Πρωταγωνιστούν: Leonardo DiCaprio, Mark Ruffalo, Ben Kingsley, Max Von Sydow,
Michelle Williams, Emily Mortimer,  Patricia Clarkson





Υπόθεση: Καλοκαίρι 1954. Ο αστυνόμος Τέντι Ντάνιελς κι ο νέος συνεργάτης του, ο Τσακ, φτάνουν σ’ ένα νησί κάπου στα ανοιχτά της Αμερικής, όπου βρίσκεται το Άσκλιφ, το ψυχιατρικό νοσοκομείο για ψυχασθενείς εγκληματίες, για να διεξάγουν έρευνα για μια ασθενή που φαίνεται να δραπέτευσε μυστηριωδώς. Όταν ξαφνικά ξεσπάει μια καταιγίδα, ο Ντάνιελς βρίσκεται αποκλεισμένος εκεί και η διακριτική γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και παράνοιας αρχίζει να γίνεται επικίνδυνα δυσδιάκριτη. Στο νοσοκομείο Άσκλιφ τίποτα δεν είναι τελικά όπως φαίνεται κι ο Ντάνιελς βρίσκεται έρμαιο σε «απάνθρωπες», ριζοσπαστικές θεραπείες που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων πειράματα με φάρμακα, βάρβαρες χειρουργικές επεμβάσεις και πλύσεις εγκεφάλου. Όσο περισσότερο πλησιάζει στην αλήθεια, τόσο πιο θολή γίνεται αυτή και τόσο περισσότερο αρχίζει να πιστεύει ότι μπορεί να μη φύγει ποτέ από εκεί. Τουλάχιστον, όχι σώος, γιατί κάποιος εκεί μοιάζει να προσπαθεί να τον τρελάνει… 

 
Ταξιδέψετε στο Shutter Island (To επίσημο site)


Κριτική 1: Βρισκόμαστε στο 1954. Ο πρωταγωνιστής μας, ο Teddy Daniels (Leonardo DiCaprio) είναι αστυνομικός. Δείχνει σκληρός, αποφασισμένος και τραχύς -αν και λίγο αποπροσανατολισμένος. Τον πρωτοσυναντάμε ζαλισμένο πάνω σ' ένα καράβι, και μαζί του συστηνόμαστε στο συνεργάτη του, τον Chuck Aule (Mark Ruffalo): εκείνος δείχνει συμπαθής, προσαρμοστικός και έμπιστος. Ο συνδυασμός μοιάζει σωστός. Ήδη όμως από τις πρώτες απειλητικές νότες και τον σκοτεινό, ομιχλώδη ουρανό, συνειδητοποιούμε ότι ο προορισμός μας δεν προμηνύεται φιλόξενος. Κανείς άλλωστε δεν χαίρεται όταν φτάνει στο νησί των καταραμένων, το «Shutter Island», ένα νησί-φρούριο, που αξιοποιεί τη φυσική (και τεχνητή) του οχύρωση για να χρησιμοποιηθεί ως φυλακή υψίστης ασφαλείας για τους πιο επικίνδυνους, ψυχικά διαταραγμένους εγκληματίες. Η άφιξη εκεί είναι κάθε άλλο από ευχάριστη, ειδικά όταν κανείς φτάνει εκεί με αποστολή του την εξιχνίαση της εξαφάνισης μιας φόνισσας, η οποία το έσκασε με εντελώς ανεξήγητο τρόπο από το ίδρυμα.

Η υποδοχή τους θα είναι εξίσου αφιλόξενη: ο Teddy και ο Chuck απαγορεύεται να κουβαλούν τα όπλα τους, παραχωρούν κάθε εξουσία στο διευθυντή του ιδρύματος, ενώ τα γεγονότα τους αποκρύπτονται συστηματικά από τους μάρτυρες. Ξεγυμνωμένοι από κάθε ασφάλεια και βεβαιότητα, περνούν εθελουσίως μέσα από τα ηλεκτροφόρα κάγκελα του ιδρύματος και ξεκινούν την έρευνά τους, βρισκόμενοι απολύτως στο έλεος του μυστήριου, διφορούμενου Dr. John Cawley (Ben Kingsley) και των ριζοσπαστικών επιστημονικών πρακτικών του. Κι εκεί, μόνοι εναντίον όλων, αποκλεισμένοι λόγω καταιγίδας σ' ένα καταραμένο νησί όπου όλα τους προκαλούν να φύγουν, θα αρχίσουν να ξετυλίγουν έναν μίτο που αντί να διαλευκάνει το μυστήριο, θα τους οδηγήσει όλο και πιο βαθιά σ' έναν λαβύρινθο που γίνεται όλο και πιο σκοτεινός, όλο και πιο πνιγηρός, όλο και πιο παρανοϊκός. Ένας λαβύρινθος όπου οι τρόφιμοι του ιδρύματος, οι εχθρικοί φύλακες, οι κρυπτικοί γιατροί και οι μυστήριες συμπτώσεις, συμπλέκονται με το ταραγμένο μυαλό του κακοφορμισμένου Teddy, που βασανίζεται από ματωμένες μνήμες του πολέμου και το τραυματισμένο παρελθόν του.


Παραισθήσεις, αναμνήσεις, θεωρίες συνομωσίας, ένα κομμάτι του Mahler που παίζει επίμονα στο γραμμόφωνο, ένας επαναλαμβανόμενος εφιάλτης και οι εμμονές, οι καταραμένες εμμονές του Teddy θα κλιμακώσουν την πλοκή, και μαζί, με τρόπο αριστοτεχνικό, θα κλιμακώσουν τα συναισθήματα και την ένταση. Ο φόβος δεν κρύβεται πια στις σκηνές, αλλά βαραίνει ολόκληρη την ατμόσφαιρα, ποτίζει κάθε πλάνο. Η υποβλητική μουσική, οι σκοτεινοί, δαιδαλώδεις διάδρομοι μέσα και οι απόκρημνοι βράχοι έξω, οι διαλεγμένοι χαρακτήρες (ιδανικό casting και ερμηνείες από τους Max von Sydow, Jackie Earle Haley, Emily Mortimer) και οι ρευστοί ρόλοι ανάμεσα στο καλό και το κακό, έχουν πια αρπάξει κι εμάς από την άλλη πλευρά της οθόνης και μας έχουν αποκλείσει στο 'Νησί των Καταραμένων' -και δεν ξέρουμε αν θέλουμε να φύγουμε τρέχοντας από τρόμο μαζί με τον Teddy ή αν θέλουμε να μείνουμε εκεί, να μη φύγουμε ποτέ από το αριστουργηματικό κινηματογραφικό σύμπαν που έπλασε ο Martin Scorsese. 

Ένα κινηματογραφικό σύμπαν εφιαλτικό και ονειρικό μαζί, που δεν βρίθει απλώς αναφορών, αλλά επιρροών και βιωμάτων. Βιωμάτων που ο Scorsese δεν παραθέτει απλώς επί της οθόνης για να τα θυμηθούμε, αλλά τα επαναπροσδιορίζει και τους δίνει νέα υπόσταση για να τα αγαπήσουμε ξανά από την αρχή. Στο «Shutter Island» κρύβεται ο Hitchcock, με τη στοιχειωμένη «Rebbeca» του και τον 'μόνο εναντίον όλων' πρωταγωνιστή του. Βρίσκονται εκεί τα noir του '40 και '50 με τους τσαλακωμένους, σκληροτράχηλους ντετέκτιβ. Είναι εκεί ακόμα κι ο Kubrick, με τους ανατριχιαστικά υποβλητικούς εφιάλτες του Teddy που μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από τη 'Λάμψη'. Μα κυρίως στο Shutter Island φωλιάζει ολόκληρος ο κινηματογραφικός κόσμος του ίδιου του Marty: Ήδη από την πρώτη σκηνή, καθώς ο Teddy ξεκινά το ταραγμένο ταξίδι του, μιλά στον καθρέφτη λέγοντας στον εαυτό του "Pull yourself together, Teddy", προσπαθώντας να πολεμήσει τους δαίμονές του. Μα δεν απευθύνεται μονάχα στον εαυτό του: ταυτόχρονα συνομιλεί με τον Travis του 'Ταξιτζή', που ρωτά οργισμένος το είδωλό του "are you talking to me?". Συναντά το Οργισμένο Είδωλο του Jake La Mota που προσπαθεί να δώσει κουράγιο στον εαυτό του λέγοντας στον καθρέφτη "Go get' em, champ!". Θυμάται τον Howard Hughes στο πιο πρόσφατο «Aviator» που παραληρεί, κι αυτός, μπροστά στον καθρέφτη: "The way of the future, the way to the future". Και μας υπενθυμίζει, πολύ απλά, γιατί ο Scorsese είναι ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή σκηνοθέτες σήμερα: όχι μόνο για τις μνήμες που μας χάρισε, αλλά γι' αυτές που συνεχίζει να δημιουργεί.



Κριτική 2: Στην πρώτη ταινία μυθοπλασίας μετά τον αδύναμο «Πληροφοριοδότη» που του χάρισε – επιτέλους! – το πολυπόθητο Όσκαρ, ο Martin Scorsese επιστρέφει στον παλιό καλό του εαυτό, υπογράφοντας την καλύτερή του ταινία εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον. Χωρίς άγχος πλέον και με ιδανική μαγιά το μυθιστόρημα του Dennis Lehane («Σκοτεινό Ποτάμι», «Χωρίς Ίχνη») κατασκευάζει ένα αριστοτεχνικό νουάρ κλασικού ύφους, με έντονα ψυχαναλυτικά στοιχεία και πινελιές γοτθικού τρόμου, που αρπάζει το θεατή απ’ το λαιμό και δεν τον αφήνει ν’ αναπνεύσει παρά μόνο μετά την τελευταία σκηνή. 

Κουβαλώντας τα δικά του τραύματα και σκοπεύοντας ν’ ανάγει αυτή την υπόθεση που ο ίδιος ζήτησε σε προσωπικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ο τραγικός ήρωας της ταινίας συνειδητοποιεί ότι όσο ερευνά τη μυστηριώδη εξαφάνιση, τόσο αναγκάζεται να κοιτάξει βαθύτερα στο δικό του μυαλό και το παρελθόν του, με αποτέλεσμα η πραγματικότητα να συγχέεται με την ανάμνηση ή τη φαντασίωση. Ποια είναι τελικά η αλήθεια; Ποιον μπορεί να εμπιστευτεί; Τι κρύβει η αινιγματική φιγούρα του διευθυντή και τι συμβαίνει στην διαβόητη Πτέρυγα Γ; Όλα αυτά τα ερωτήματα αρχίζουν και τον βασανίζουν και μαζί του παρασέρνεται και ο θεατής σ’ ένα πραγματικά απολαυστικό μυστήριο για το μυαλό και τις αισθήσεις που αποκαλύπτεται αργά και μεθοδικά με προσεγμένες ανατροπές.




Ο Scorsese, πραγματικός μαέστρος της ανθρώπινης ψυχοσυναισθηματικής ορχήστρας, κυριολεκτικά κεντάει με τη σκηνοθεσία του. Ολόκληρος ο Hitchcock και τα νουάρ της δεκαετίας του ’40 βρίσκονται εδώ και ο Scorsese, ο καλύτερος σπουδαστής του παγκόσμιου σινεμά μεταξύ των σκηνοθετών, αντλεί στοιχεία και τα ενσωματώνει οργανικά στη δική του αφήγηση, έχοντας πάντα στο πλευρό του την πολύτιμη βοήθεια από την εκπληκτική μοντέζ (και χρόνια συνεργάτιδά του) Thelma Schoonmaker και τον έγκριτο διευθυντή φωτογραφίας Robert Richardson. Ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, παιχνίδια με το φως και πανέξυπνα περάσματα μεταξύ του πραγματικού και του φαντασιακού συνδυάζονται με το εκλεκτικό soundtrack (Ligeti, Penderecki, Cage, Adams, Mahler) και τις καλοδουλεμένες ερμηνείες από το σύνολο του καστ, με τον DiCaprio να ξεχωρίζει κουβαλώντας σχεδόν όλη την ταινία στους ώμους του, συνθέτοντας έτσι μια κινηματογραφική απόλαυση ολκής που βλέπουμε όλο και σπανιότερα. Πραγματικά μας είχατε λείψει, κύριε Scorsese.





Κριτική 3: Το «Νησί των καταραμένων» (Shutter Ιsland) η πρώτη- και μάλιστα ακραία- πολιτική ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε. Το Νταχάου μετακόμισε στις ΗΠΑ! Τα εύσημα στον συγγραφέα Ντένις Λεχέιν του «Μystic river». Χρυσή σελίδα στην ιστορία του Αmerican Cinema. Σκοτεινό, αδιέξοδο, εφιαλτικό, κλασικό, κολασμένο. Το σήμερα χορεύει επιθανάτιο τάνγκο με το χθες του Μακαρθισμού. Όταν το είδα στην Μπερλινάλε, αυθόρμητα αναφώνησα What a Story!

Σενάριο, το απόρθητο φρούριο του αμερικανικού σινεμά. Όλα από εκεί. Χαρακτήρες, δράση, σασπένς, μελόδραμα, συγκίνηση, δάκρυα, τρόμος. Όλα από τη γραφή. Υποκλίνομαι στις ταλεντάρες που ίδρωσαν, μάτωσαν ακόμα και καταστράφηκαν λειώνοντας τις ψυχές τους σε μολύβια, γραφομηχανές και πλήκτρα. Οι ήρωές μου. Από τον πολυαγαπημένο Ντάσιελ Χάμετ, τον απίστευτο Ρόμπερτ Τάουνι του «Chinatown», την πινέζα- ιδιοφυΐα με το όνομα Γούντι Άλεν μέχρι την Laeta Κalogridis (Λέτα Καλογρίδη, δηλαδή Ελληνοαμερικανίδα η κυρία) και τον Ντένις Λεχέιν. Τις χρυσές πένες του «Ιsland». Αυτοί οι πιλότοι. Αυτοί οι εγκέφαλοι. Αυτοί οι καρδιές.

Αυτοί οι δημιουργοί. Αυτοί οι τολμηροί. Έκαναν προσάναμμα το πλαστικό σινεμά και άναψαν φωτιά για να ξαναζεστάνουν την αθάνατη πορεία του αμερικανικού σινεμά. Τα καλύτερά μας χρόνια!




Όλα, ακόμα και οι λεπτομέρειες, προκύπτουν μέσα από τα θεμέλια και την αρχιτεκτονική τής γραφής. Απολαύστε επαγωγική λογική. Ο ορθολογισμός των μαθηματικών μαζί με τον παραλογισμό των περιστατικών. Προσέξτε, λοιπόν, πώς λειτουργεί αυτό το αριστοτεχνικό οικοδόμημα. Η δράση τοποθετημένη σε μια απροσπέλαστη νησίδα πάνω στην οποία είναι εγκατεστημένες τρεις πτέρυγες γοτθικής αρχιτεκτονικής μιας ψυχιατρικής κλινικής υψηλού κινδύνου. Αμέσως η πρώτη μεταφορά. Γιατί νησίδα; Μα επειδή παραπέμπει σε έναν ευρύτερο χώρο. Στην Αμερική φυσικά. Και γιατί πλησίον της Βοστώνης; Μα επειδή η Βοστώνη είναι η πρωτεύουσα της επιστήμης και της ακαδημαϊκής κοινωνίας. Από εκεί οι ευφυΐες, από εκεί τα Τhink Τank. Είπαμε, τίποτα τυχαίο. Και γιατί ψυχιατρική κλινική; Μα επειδή το illusion πορεύεται με το reality. Η αυταπάτη, η στρέβλωση των αισθήσεων, η οφθαλμαπάτη από τη μια, και από την άλλη η πραγματικότητα, η λογική, η επιστήμη. Η αυταπάτη για τους ασθενείς. Η λογική για τους θεραπευτές. Αυτό το κλειδί για την αποκωδικοποίηση των σχέσεων. Το μείγμα φαντασίας- πραγματικότητας. Όμως πού αρχίζει το πρώτο και πού τελειώνει το δεύτερο; Κρίσιμο. Πολύ κρίσιμο.

Τέσσερα, λοιπόν, τα δεδομένα. Τα εναρκτήρια δεδομένα. Πρώτα ο χώρος. Η καλά περιφρουρημένη και απροσπέλαστη νησίδα. Οι ΗΠΑ. Ύστερα η Βοστώνη. Το κέντρο της επιστήμης. Έπειτα η ψυχιατρική κλινική. Οι παράφρονες, οι σχιζοφρενείς, οι serial killers. Τέλος το 1954, η ημερομηνία της πλοκής. Προσπαθήστε, τώρα, να συνθέσετε και τα τέσσερα μαζί. Η Αμερική ένα απέραντο τρελοκομείο. Εκ γενετής. Γιατί; Μα επειδή τα γοτθικά κτίρια παραπέμπουν στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα. Αλλά και επειδή, όπως μαθαίνουμε, οικοδομήθηκαν μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο. Ένα ψυχιατρείο με διαταραγμένους ψυχικά και πνευματικά ασθενείς και με θεραπευτές πρώτης επιστημονικής γραμμής. Η Βοστώνη δηλαδή. Πότε; Ακριβώς στην κορύφωση της παράνοιας του Μακαρθισμού. Το κυνήγι των μαγισσών. Ο τυφλός, αδυσώπητος, ανελέητος αντικομμουνισμός. Γι΄ αυτό η νησίδα παραπέμπει σε ολόκληρη τη χώρα. Επειδή το κτήνος του Μακαρθισμού είχε πάρει παραμάσχαλα το σύμπαν. Πάμε τώρα στους χαρακτήρες. Αυτοί οι ζωντανοί ενσαρκωτές του μείγματος φαντασίαςπραγματικότητας. Αυτοί ταυτόχρονα και οι αποκωδικοποιητές!

Τέσσερις οι βασικοί χαρακτήρες. Ανδρικοί. Ο πρώτος, ο Τέντι Ντάνιελς (Λεονάρντο Ντι Κάπριο), ένας νεαρός, θυμωμένος και ευαίσθητος marshal (ανώ τερος αστυνομικός) κατευθύνεται προς τη νησίδα για να εξιχνιάσει μια μυστηριώδη ιστορία. Η Ρέιτσελ (Έμιλι Μόρτιμερ), μια Μήδεια που έπνιξε τα τρία μωρά της, έχει εξαφανιστεί σαν να την κατάπιε η γη. Είπαμε. Η οφθαλμαπάτη και η πνευματική διαταραχή πορεύονται με την πραγματικότητα σ΄ αυτό το νησί. Δηλαδή την Αμερική. Βοηθός του Τέντι είναι ο Τσακ Άουλ (Μαρκ Ραφάλο). Πρόσωπο-κλειδί για την αποκάλυψη της αλήθειας. Ως εκ τούτου και για ευνόητους λόγους αδυνατώ να μιλήσω παραπάνω. Όμως ο Τέντι είναι ο ζωντανός άξονας πάνω στην οποία είναι στερεωμένη η ιστορία. Όλα απ΄ αυτόν. Συνδεδεμένος με δύο περιφερειακά και καταλυτικά, για τον ψυχισμό του, γεγονότα. Το πρώτο από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μην ξεχνάμε. Η πλοκή λαμβάνει χώρα μόλις εννιά χρόνια μετά την κατάρρευση του ναζισμού. Τα χιλιάδες νεκροζώντανα κορμιά που συνάντησε στο Νταχάου μεταλλάχτηκαν σε Ερινύες στη συνείδησή του. Ο Τέντι, δηλαδή η Αμερική, ανίκανη να σκοτώσει το «κακό» και να βοηθήσει τους αθώους. Η ενοχική συνείδηση του μέσου Αμερικανού. Εδώ ο (συγγραφέας) Ντένις Λεχέιν συναντάει τον Τζέιμς Κάμερον του «Αvatar». Το δεύτερο περιστατικό, εντελώς ιδιωτικό. Ο Τέντι εντελώς ανίκανος να εμποδίσει τη μοιραία κατάληξη της πολυαγαπημένης γυναίκας του (Μισέλ Ουίλιαμς). Επομένως, φορτωμένος με ενοχές, είναι αποφασισμένος να τα δώσει όλα ώστε να ελευθερώσει τους «ψυχασθενείς» από τους ψυχοθεραπευτές- βασανιστές τους.




Το Άσκλιφ (η κλινική) είναι γι΄ αυτόν το Νταχάου της Αμερικής! Ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Ντι Κάπριο είναι ο πληρέστερος αξονικός τομογράφος αυτής της εφιαλτικής ιστορίας. Πρώτα γιατί συνδέει τον Πόλεμο με τον Μακαρθισμό. Έπειτα γιατί διακατέχεται από ενοχές που του προκαλούν ακατανίκητο θυμό. Ακόμα, επειδή είναι στοιχειωμένος από τα φαντάσματα της γυναίκας του και των εξαερωμένων Εβραίων του Νταχάου. Κι ακόμα επειδή ούτε αυτός ούτε ο θεατής γνωρίζει ποια η οφθαλμαπάτη και ποια η πραγματικότητα. Γιατί ο ίδιος είναι λαθρεπιβάτης τόσο του Ιllusion όσο και του Reality. Και τέλος γιατί λειτουργεί περισσότερο με την καρδιά και λιγότερο με το μυαλό. Ο Τέντι είναι η ταινία. Απέναντί του η ψυχρή λογική. Η επιστήμη, η ψυχιατρική. Ο αρχίατρος Dr Κόλι (Μπεν Κίνγκσλεϊ) και ο γερμανικής καταγωγής ψυχίατρος Dr Νέχρινγκ (Μαξ φον Σίντοφ). Έτσι αρχίζει μονομαχία καρδιάς- κυνισμού. Γιατί ο Κόλι και πολύ περισσότερο ο Νέχρινγκ είναι οι Μένγκελε της Αμερικής. Έτσι τους βλέπει ο Τέντι. Προσφιλής μέθοδος η λοβοτομή. Προσφιλής άσκηση η χειρουργική του εγκεφάλου. Προσφιλής πελατεία τα πειραματόζωα, οι ασθενείς. Έτσι από το χάος καταλήγουμε στην αρμονία. Γιατί η πνευματική σύγχυση και η ψυχική διαταραχή είναι παράγωγα μιας παρανοϊκής, μακαρθικής Αμερικής. Γιατί η επιστήμη το μακρύ, ψυχρό χέρι της εξουσίας. Γιατί οι υποτελείς απ΄ αυτή την παράνοια, παρανοϊκοί και αυτοί. Γιατί δυσδιάκριτα τα όρια ψευδαισθήσεων και αισθήσεων. Αυτός ο ατελείωτος εφιάλτης του μητροπολιτικού ομφαλού της Γης!

Το σενάριο παραδόθηκε στον Σκορσέζε προς εκτέλεση σκηνοθετική. Έχει σημασία αυτό. Δεν ήταν δικής του επιλογής. Παραγγελιά διεκπεραίωσε. Όμως ως πρωταθλητής της ιστορίας του κινηματογράφου, κατέληξε στην πιο αυτοκόλλητη με το σενάριο αισθητική. Αφού η ιστορία λαμβάνει χώρα το ΄50 και αφού Μακαρθισμός, παράνοια και λογοκρισία, τότε ποια η καταλληλότερη μεθοδολογία; Φυσικά το Film Νoir και τα Β Μovies εκείνης της εποχής. Δηλαδή « Ιnvasion of the Βody Snatchers» (Οι άνθρωποι του τρόμου) του Ντον Σίγκελ και του 1956 αλλά και το καλύτερο ριμέικ του Φίλιπ Κάουφμαν με τον ελληνικό τίτλο «Μακάβριοι εισβολείς» του 1978. Αλλά και «Λάουρα» (Laura) του Ότο Πρέμινγκερ και του 1944. Όπου η εσωτερική φρενίτιδα των ανατροπών πορεύεται με το παράλογο, το σουρεαλιστικό και το απρόβλεπτο. Ο άνθρωπος αιχμάλωτος είτε μιας αόρατης απειλής είτε μιας οφθαλμαπάτης κοινωνικής. Έξοχα.





Όμως, ο Σκορσέζε δεν ανταποκρίθηκε εντελώς στο ύψος αυτών των υψηλών προδιαγραφών. Προσπέρασε ξώφαλτσα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να υπογράψει το απόλυτο, κλασικό, αριστούργημά του. Νever Μind. Δύο τα μεγάλα ατού της ταινίας. Το πρώτο, είπαμε, η ιστορία. Το δεύτερο, οι ερμηνείες. Με πρώτο και καλύτερο τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο. Πάντα τον πίστευα. Ο τελευταίος Μοϊκανός της μεθόδου Μπράντο. Με το σώμα, τον ιδρώτα, τον ρεαλισμό. Κeep going Leonardo. Με συμπαραστάτες τον Μαξ φον Σίντοφ, από τη σπάνια ράτσα των μεγάλων και πάντα τέλειων ερμηνευτών. Ακολουθούμενο από τον εγκεφαλικό Μπεν Κίνγκσλεϊ. Τρεις ερμηνείες που παραδίδουν μαθήματα κινηματογραφικής υποκριτικής. Μ΄ ένα λόγο το «Shutter Ιsland» μέσα στα top των τελευταίων ετών. Οπωσδήποτε θα το ξαναδώ!  





Κριτική 4: Βαθιά υπόκλιση στον Μάρτιν Σκορσέζε. Ο δάσκαλος του υπερκινητικού ψυχοδράματος, αποτίνοντας νοερό φόρο τιμής στους μεγάλους δασκάλους του, εφαρμόζει τις απεριόριστες γνώσεις του και την αναμφισβήτητη αγάπη του για το κλασικό σινεμά του Χόλιγουντ του ‘40 και του ‘50 και παίρνει άριστα. Διασκευάζει το πλούσιο μυθιστόρημα του Ντένις Λαχέιν και βάζει την υπογραφή του σε μια ταινία που μπορεί να αναγνωστεί πολιτικά και καθαρά κινηματογραφικά. Λαϊκό σινεμά ύψιστης ποιότητας.
Το Νησί των Καταραμένων είναι μια ταινία που ίσως λειτουργεί καλύτερα για όσους δεν έχουν διαβάσει το μυθιστόρημα του Ντένις Λαχέιν, που γνωρίσαμε από το Μυστικό Ποτάμι. Ο λόγος είναι η αποκάλυψη, που έρχεται κοντά στο φινάλε. Δεν πρόκειται για μια εξυπνακίστικη ανατροπή που πάει να πιάσει στα πράσα τους θεατές, βάζοντάς τους στη θέση του πονηρού της παρέας, εκείνου που θα έχει μαντέψει τον επιτηδευμένο γρίφο, αλλά περισσότερο για ένα γύρισμα που δικαιολογεί και διαφωτίζει την εξέλιξη της ταινίας και κυρίως την καταγωγή και τις προθέσεις των χαρακτήρων, στη φλέβα της Έκτης Αίσθησης.



Αντίθετα, ωστόσο, με το θρίλερ του Σιάμαλαν, το εσωστρεφές δράμα του Σκορσέζε έχει μια λύση σύμμορφη με την πλοκή, πειστική και ταυτόχρονα ανοιχτή σε συζητήσεις, πράγμα σπάνιο για μια ταινία καλά κλειδωμένη στην ανέλιξή της και φυσικά με την απαράμιλλη τεχνική αρτιότητα του επιτελείου του - το μοντάζ της Σκουνμέικερ, την κάμερα του Ρίτσαρντσον, την εκλεκτική μουσική επιμέλεια του Ρόμπι Ρόμπερτσον των Band, που εκτείνεται από το Cry μέχρι τον Λιγκέτι, τα κοστούμια της Πάουελ, τα σκηνικά της Λο Σκιάβο. Αφήνω τελευταίο αλλά όχι έσχατο τον σχεδιαστή παραγωγής Ντάντε Φερέτι, που προσφέρει τη γεωγραφία της ταινίας. Ο αστυνόμος Τέντι Ντάνιελς φτάνει με τον νέο του βοηθό Τσακ Άουλ σε ένα δυσοίωνο νησί έξω από τη Βοστόνη, όπου βρίσκεται μόνο το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Άσκλιφ. Ο υπεύθυνος της τοπικής αστυνομικής δύναμης τον προειδοποιεί πως μόνο οι πιο επικίνδυνοι ασθενείς νοσηλεύονται εκεί και πολύ γρήγορα, με καίριες κάθετες και οριζόντιες κινήσεις της κάμερας, ο τόπος παίρνει διαστάσεις τρομακτικού μύθου - από μακριά το νησί μοιάζει με το νεφοσκεπές λημέρι του Κινγκ Κονγκ και στην ενδοχώρα δεν γνωρίζουμε ποτέ με ακρίβεια πόσο μακριά ή κοντά βρίσκονται οι μονάδες νοσηλείας και προς τα πού κινούνται ο Ντάνιελς και ο βοηθός του στην προσπάθειά τους να εντοπίσουν την ασθενή Ρέιτσελ Σολάντο που νοσηλεύεται γιατί έχει σκοτώσει τα τρία της παιδιά και έχει αποδράσει.

Ο Ντάνιελς είναι ένας παρασημοφορημένος βετεράνος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου που έχει πολεμήσει στην Ευρώπη, βρέθηκε στην κόλαση του Νταχάου και δεν μπορεί να συνέλθει από τη θύμηση της γυναίκας του που βρήκε τον θάνατο όταν το σπίτι τους κάηκε μετά από την εγκληματική ενέργεια ενός πυρομανούς, τον οποίο προσπαθεί να εντοπίσει. Ο Ντάνιελς ανακρίνει τους τρόφιμους και γίνεται ολοένα και περισσότερο καχύποπτος με τον υπεύθυνο των θεραπειών (Μπεν Κίνγκσλεϊ) και έναν διακεκριμένο γιατρό με γερμανική προφορά (Φον Σίντοφ). Βρισκόμαστε στο 1954, με νωπά τα τραύματα του πολέμου και τον Ψυχρό Πόλεμο να ρίχνει τα πλοκάμια του σε έναν κόσμο έτοιμο να παραδοθεί στην παράνοια και τις θεωρίες συνωμοσίας. Τι πιο ταιριαστό από έναν απόστρατο που έχει βιώσει τη φρίκη να βρεθεί, συμβολικά και πραγματικά, μέσα σε μια περιφραγμένη κοινότητα ψυχοπαθών και μυστήριων διαχειριστών του πόνου, με ή χωρίς προφορά, σε μια νησίδα που θυμίζει τα περασμένα μεγαλεία της Αμερικής, διακοσμημένη με αριστοκρατικά κειμήλια από τον Εμφύλιο, αλλά κατειλημμένη από μια στρατιά απόβλητων ανθρώπινων πειραματόζωων. Η Σολάντο θα εμφανιστεί από το πουθενά, αλλά είναι όντως το ζητούμενο; Θα βρει τελικά ο Ντάνιελς τον εμπρηστή και δράστη της δολοφονίας της γυναίκας του στο νοσοκομείο;

Ποιος είναι ένοχος στα μάτια του και πόση σημασία έχει η κρίση του σε ένα μέρος όπου η εξουσία έχει αλλάξει χέρια; Το πολιτικό σκέλος της ταινίας είναι σημαντικό (η Αμερική που ευνουχίζεται στην απαρχή μιας βρόμικης, χρονοβόρας διαδικασίας εξομάλυνσης), αλλά συμπληρωματικό μπροστά στο ψυχολογικό δράμα ενός άνδρα που εγκλωβίζεται ανάμεσα στο καθήκον του, τους εφιάλτες και το παρελθόν του. Ο Σκορσέζε σκάβει βαθιά στην ψυχή του Ντάνιελς και, ως συνήθως, παραμαγειρεύει επίτηδες τη σκηνοθεσία του, έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στον δυναμισμό του στυλ του και στην ακέραια δουλειά των συνεργατών του. Καταφέρνει να γυρίσει την προσωπική του Καζαμπλάνκα (μια ταινία που μοιάζει να βγαίνει από τα έγκατα ενός συστήματος επαγγελματιών, αλλά που αποκτά τη δική της, αυτόνομη ψυχή) και προσφέρει την τέχνη για τις μάζες, την πεμπτουσία του αμερικάνικου σινεμά.



Αν θέλετε να βρείτε τι σας θυμίζει η ταινία, τότε θα πρέπει να ανοίξετε τις εγκυκλοπαίδειες για να εξαντλήσετε τη βιβλιογραφία των επιδράσεων. Είναι όλες πλήρως αφομοιωμένες, ξεκινώντας από το δικό του Ακρωτήρι του φόβου, και, με στάσεις τον Πρέμινγκερ και τα «δεύτερα» έργα του Βαλ Νιούτον, φτάνει μέχρι το Shock Corridor του αγαπημένου του σκηνοθέτη Σάμιουελ Φούλερ. Ακολουθώντας τις οδηγίες του δάσκαλου Φούλερ, ο οποίος είχε δώσει τον ορισμό του για το σινεμά ως ένα «πεδίο μάχης, που περιλαμβάνει αγάπη, μίσος, δράση, βία, θάνατο, δηλαδή συναίσθημα», ο Σκορσέζε κάνει ένα ακόμη οπερατικό θρίλερ συναισθημάτων, που καθηλώνει με την αφήγηση και τη χρήση της απειλής (εμφατικά πολλές φορές, ομολογουμένως), με μια εξαιρετικά ισορροπημένη, διφορούμενη κάθαρση.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...